- μελικός
- -ή, -όο σχετικός με το μέλος, ο λυρικός: Μελική ποίηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μελικός — lyric masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικός — ή, ό (Α μελικός, ή, όν) [μέλος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέλος ή αυτός που συνοδεύεται ή εκτελείται με μέλος, ο λυρικός («μελικὴ ποίησις», Πλούτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο μελικός ο λυρικός ποιητής αρχ. φρ. «μελικὸν σχῆμα» η μορφή τών… … Dictionary of Greek
μελικά — μελικός lyric neut nom/voc/acc pl μελικά̱ , μελικός lyric fem nom/voc/acc dual μελικά̱ , μελικός lyric fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικῶν — μελικός lyric fem gen pl μελικός lyric masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικόν — μελικός lyric masc acc sg μελικός lyric neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικαί — μελικός lyric fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικοῖς — μελικός lyric masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικοῦ — μελικός lyric masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελικῆς — μελικός lyric fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελική — μελικός lyric fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)